-
1 πατεω
эол. μᾰτέω1) топтать(ἀλλήλους Plat.; τέν ληνὸν τοῦ οἴνου NT.)
2) ступать, ходить(σκολιαῖς ὁδοῖς Pind.; ἐπάνω ὄφεων καὴ σκορπίων NT.)
π. πρὸς βωμόν Aesch. — направляться к алтарю;π. δωμάτων πύλας Aesch. — направляться к воротам;τέν Λῆμνον π. Soph. — ходить по Лемносу, т.е. оставаться (жить) на Лемносе;νῶτα Τυρσηνῆς ἁλὸς π. Anth. — плавать по Тирренскому морю;χῶρος οὐχ ἁγνὸς π. Soph. — место, куда нельзя ступать3) перен. топтать, попирать, грубо нарушать(τὰς θεῶν τιμάς Soph.; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα Arph.)
4) осквернять, позорить(εὐνὰς ἀδελφοῦ Aesch.)
5) всесторонне или долго изучать(τὸν Τισίαν Plat.; Αἴσωπον Arph.)
-
2 πατέω
πᾰτ-έω, Delph. [full] βᾰτέω Plu.2.292e ; [dialect] Aeol. [full] μάτημι [pron. full] [ᾰ] Sapph.54: ([etym.] πάτος):—A tread, walk,π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85
;πρὸς βωμόν A.Ag.
1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ;π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19
:—[voice] Pass.,οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14
.II trans., tread on, tread,πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph.
l. c.;πορφύρας πατεῖν A.Ag. 957
;δωμάτων πύλας Id.Ch. 732
; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; , cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn,π. τὰ θέρη PFlor. 150.5
(iii A.D.) ;κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy. 988
(iii A.D.) ;π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5
(ii A.D.).2 walk in, i.e. dwell in, frequent,Λῆμνον πατῶν S.Ph. 1060
;γαῖαν Theoc.18.20
;π. πόντον Opp.C.2.218
;νῶτα ἁλός AP7.532
(Isid.) ; rarely of vehicles,τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25
: metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag. 1193 ;ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del. 248
; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av. 471 ; τὸν Τεισίαν.. πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—[voice] Pass., to be hackneyed,τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10
; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345, 444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ;τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6
.3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr. 248a, etc. ; ;πόλιν Apoc.11.2
: abs.,πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562
: metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag. 1357, S.Ant. 745 ;τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377
:—and in [voice] Pass.,τὰ.. δίκαια.. λάγδην πατεῖται S.Fr. 683
, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu. 110. -
3 ἀποπτύω
A spit out,ὄνθον ἀποπτύων Il. 23.781
; of the sea,ἀποπτύει ἁλὸς ἄχνην 4.426
, cf. Emp.115.10;ἀ. σίαλον ἐκ τοῦ στόματος X.Mem.1.2.54
: abs., spit, A Fr.354, X.Cyr. 1.2.16 codd., Thphr.Char.19.11:—[voice] Pass., Ph.1.20, Gal.15.472; to be washed ashore, Alciphr.1.10.2 abominate, spurn,ἀποπτύουσι δέ τ' ἀράς Hes. Op. 726
;ἀποπτύεις λόγους A.Eu. 303
;ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῦ Id.Ag. 1192
, cf. Pr. 1070(lyr.), Ar. Pax 528, E.Andr. 607; disown, A.Ch. 197:—[tense] aor. ἀπέπτυσα freq. used in [tense] pres. sense,ἀπέπτυσα μὲν λόγον E.Hel. 664
, cf.IA 874: freq. abs., omen absit,Id.
Hipp. 614, Hec. 1276, IT 1161; ἀ. χαλινόν, of a horse, Philostr.Im. 1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπτύω
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek